οἴφιν

  • 1οιφεί — οἰφεί και ὀφί και ἶφι και οἴφιν, τὸ (Α) είδος αιγυπτιακού μέτρου το οποίο ισοδυναμούσε με 4 χοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. ephah] …

    Dictionary of Greek