οἴστρου
1οἴστρου — οἴ̱στρου , οἶστρος gadfly masc gen sg …
2Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …
3αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… …
4βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …
5εμπίς — η (AM ἐμπίς) γένος εντόμων τής οικογένειας τών εμπιδιδών η οποία περιλαμβάνει μύγες μέτριου μεγέθους και σαρκοφάγες, που απομυζούν άλλα έντομα αρχ. 1. σκνίπα 2. η προνύμφη τού οίστρου 3. νηματοειδές σκουλήκι, παράσιτο τού πεπτικού συστήματος,… …
6μονοοιστρικός — ή, ό ζωολ. (για ζώα) αυτός που εμφανίζει μόνο μία περίοδο οίστρου το έτος …
7οίστρημα — οἴστρημα, τὸ (Α) [οιστρώ] (ποιητ. τ.) 1. τσίμπημα οίστρου, αλογόμυγας, το οποίο προκαλεί μανία 2. φρ. «οἰστρήματα λύσσης» οι παράφρονες εκδηλώσεις τής μανίας …
8οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …
9οίστρωση — η (κτην.) ζωονόσος που προκαλείται από τις προνύμφες τού εντόμου οίστρος και ιδίως ο λεγόμενος ίλιγγος τού οίστρου …
10οιστρήεις — οἰστρήεις, εσσα, ῆεν (Α) 1. αυτός που επιφέρει μανία 2. αυτός που καθίσταται μανιώδης από δήγμα οίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + κατάλ. ήεις (πρβλ. ονειρ ήεις)] …
- 1
- 2