οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ ἄλφιτα πεφυραμένα

  • 1φυρώ — άω, ΜΑ 1. ανακατεύω, κυρίως αλεύρι με νερό για να κάνω ζυμάρι (α. «φυρέουσι τὸ μὲν σταῑς τοῑσι ποσί», Ηρόδ. β. «οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα ἄλφιτα», Θουκ.) 2. λερώνω («γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «φυρῶμαι μαλακὴν φωνὴν… …

    Dictionary of Greek