οἴμοι μοι

  • 1οίμοι — (ΑΜ οἴμοι, Α και ὤμοι και ᾤμοι) (επιφών. για έκφραση θλίψης, πόνου, οίκτου, τρόμου και απροσδόκητης συμφοράς) αλίμονο («οἴμοι ταλαίνης ἆρα τῆσδε συμφορᾱς», Σοφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα σχηματισμένο από το επιφών. οἴ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής… …

    Dictionary of Greek

  • 2ώμοι — και ὦμοι Α επιφών. οίμοι, αλίμονο. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφών. σχηματισμένο από το επιφών. ὦ / ὤ* και τη δοτ. μοι τού α προσ. τής προσωπικής αντωνυμίας (πρβλ. οἴμοι)] …

    Dictionary of Greek

  • 3ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …

    Православная энциклопедия