1οίκυλα — οἴκυλα, τὰ (Α) είδος δημητριακού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., πιθ. συνδέεται με λατ. vicia «είδος κυάμου, αρακάς»] …
Dictionary of Greek
2οἴκυλα — a kind of grain neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)