οἴκου εἶναι

  • 71Μπεάρν — (Bearn). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Γαλλίας, που εκτείνεται στους πρόποδες των Πυρηναίων και κατά μεγάλο μέρος αντιστοιχεί στον νομό των Ατλαντικών Πυρηναίων (7.629 τ. χλμ., 600.018 κάτ.). Είναι περιοχή γενικά ορεινή, με… …

    Dictionary of Greek

  • 72Ντε Ρομπέρτι, Έρκολε — (Ercole de Roberti, Φεράρα 1456 – 1496). Ιταλός ζωγράφος. Είναι, μαζί με τον Κοσμέ Τούρα και το Φραντσέσκο ντελ Κόσα, ένας από τους τρεις κυριότερους εκπροσώπους της Αναγέννησης στη Φεράρα. Μαζί με τους άλλους δύο διακόσμησε σε πολύ νεαρή ηλικία… …

    Dictionary of Greek

  • 73Ντόρια, μέγαρα — Δύο μέγαρα του οίκου Ντόρια. Το ένα βρίσκεται στη Γένοβα και δωρήθηκε στον ναύαρχο Ανδρέα το 1522 από τη Γενουατική Δημοκρατία. Είναι διακοσμημένο με τοιχογραφίες, πίνακες και γλυπτικά έργα μεγάλων καλλιτεχνών. Το άλλο βρίσκεται στη Ρώμη.… …

    Dictionary of Greek

  • 74Πέζαρο — I (Pesaro). Επώνυμο οικογένειας από τη Βενετία, της οποίας τα γνωστότερα μέλη ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος ντα–. Aρμοστής της Άνδρου από το 1507 έως το 1512. 2. Βενέδικτος ή Βενεδέτος. Ναύαρχος. Το 1500, ως αρχηγός του ενωμένου ισπανικού και… …

    Dictionary of Greek

  • 75TUTELA — I. TUTELA Dei vel deae signum, prorae navis impositum, unde navi nomen. Solebant namque Veteres Tutelae nomine naves appellare, ut observa vit in ad Petronium Animadv. Iohannes a Wouweren, ex Servio ad l. 10. Aen. Solent naves nomina accipere, a… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 76ελζεβίρ — (ElzevierElsevier). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών εκδοτών, τυπογράφων και βιβλιοπωλών, που δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 18ου αι. Ιδρυτής του οίκου των Ε. ήταν ο Λουδοβίκος Α’ (1540 1617), ο οποίος… …

    Dictionary of Greek

  • 77ιακωβίτες — Χριστιανοί οπαδοί του Σύρου μοναχού Ιάκωβου Βαραδαίου, επισκόπου Εδέσσης, ο οποίος ίδρυσε κατά τα μέσα του 6ου αι. τη μονοφυσιτική Εκκλησία της Συρίας και του Ιράκ, η οποία είχε αποσπαστεί από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία. Σήμερα οι ι. αριθμούν… …

    Dictionary of Greek

  • 78κολοφώνας — ο (AM κολοφών, ῶνος) 1. το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα (α. «είναι 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα τής δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.) 2. υπόμνημα που παρατίθεται στο τέλος βιβλίου ή… …

    Dictionary of Greek

  • 79λορδός — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 80σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …

    Dictionary of Greek