οἴη-σις

  • 1οίηση — η (Α οἴησις) έπαρση, αλαζονεία αρχ. 1. γνώμη, ιδέα που έχει κανείς σχετικά με ένα ζήτημα 2. εσφαλμένη γνώμη ή αβέβαιη και ασαφής αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη τού παθ. αορ. οἰήθην τού οἴομαι* + κατάλ. σις] …

    Dictionary of Greek