οἴδημα
1οἴδημα — swelling neut nom/voc/acc sg …
2οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… …
3οίδημα — το, ατος εξόγκωμα, πρήξιμο: Πνευμονικό οίδημα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Κουίνκ, οίδημα του- ή αγγειονευρωτικό οίδημα — Περιγεγραμμένο οίδημα του δέρματος και των βλεννογόνων, συγγενές προς την κνίδωση, το οποίο χαρακτηρίζεται από αιφνίδια εμφάνιση, μεγάλη επέκταση και ελαφρώς ερυθρωπή χροιά. Η προσβολή του οιδήματος μπορεί να διαρκέσει για μικρό χρονικό διάστημα… …
5αγγειονευρωτικό οίδημα — Έντονο δερματικό οίδημα νευροαγγειοκινητικής αιτιολογίας. Εμφανίζεται απότομα και είναι παροδικό και ανώδυνο, συνήθως αλλεργικής φύσης …
6οἴδημ' — οἴδημα , οἴδημα swelling neut nom/voc/acc sg οἴδημι , οἰδάω swell pres ind act 1st sg οἴδημαι , οἰδάω swell pres ind mp 1st sg …
7οἰδημάτων — οἴδημα swelling neut gen pl …
8οἰδήμασι — οἴδημα swelling neut dat pl …
9οἰδήμασιν — οἴδημα swelling neut dat pl …
10οἰδήματα — οἴδημα swelling neut nom/voc/acc pl …