οἱ -ότεροι
1γενναιότεροι — γενναῑότεροι , γενναῖος true to one s birth masc nom/voc comp pl γενναῑότεροι , γενναῖος true to one s birth masc nom/voc comp pl …
2οἰκειότεροι — οἰκεῑότεροι , οἰκεῖος in masc nom/voc comp pl οἰκεῑότεροι , οἰκεῖος in masc nom/voc comp pl …
3πραότεροι — πρᾱότεροι , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom/voc comp pl πρᾱότεροι , πρᾶος Gött. Nachr. masc nom comp pl …
4ἀναγκαιότεροι — ἀναγκαῑότεροι , ἀναγκαῖος of masc nom/voc comp pl ἀναγκαῑότεροι , ἀναγκαῖος of masc nom/voc comp pl …
5ἀραιότεροι — ἀραῑότεροι , ἀραῖος prayed to masc nom/voc comp pl ἀραῑότεροι , ἀραῖος prayed to masc nom/voc comp pl ἀραιός thin masc nom/voc comp pl …
6εἰκαιότεροι — εἰκαῑότεροι , εἰκαῖος without aim masc nom/voc comp pl …
7θειότεροι — θεῑότεροι , θεῖος 1 of masc nom/voc comp pl …
8λειότεροι — λεῑότεροι , λεῖος smooth masc nom/voc comp pl …
9οὕτεροι — ἕτεροι , ἕτερος D Mort. masc nom/voc pl ὄτεροι , ὄτερος yatarás masc nom/voc pl …
10πιότεροι — πῑότεροι , πῖος masc nom/voc comp pl …
- 1
- 2