οἱ ἐν ἀντιτύποις περίπατοι

  • 1αντίτυπο — το (AM ἀντίτυπος, ον) [τύπος] νεοελλ. πανομοιότυπο αντίγραφο εντύπου αρχ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά αντίτυπα τα τίμια δώρα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αρχ. 1. αυτός που απωθείται, που αποκρούεται από σκληρό σώμα 2. φρ. (για το σφυρί… …

    Dictionary of Greek