οἱ ἐν ταῖς ἐξουσίαις

  • 1προαγωγή — η, ΝΜΑ [προάγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή τού εκπαιδευτικού συστήματος») νεοελλ. 1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία,… …

    Dictionary of Greek