οἱ ἄξιοι

  • 11PEPLUM — et indutui fuit et amictui, ut Varro loquitur et Apuleius. Iul. Pollux l. 7. c. 3. Ἔςθημα δ᾿ ἐςτὶ διπλοῦν τὴν χρείαν, ὡς ενδύναι τε καὶ ἐπιβάλλεςθαι: cuius locô vocem ἀ μφιβάλλεςθαι usurpat Lycophron in Alex. Inde veteres Graeci etiam caelum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12SALIARI Carmini nomen inserendi ritus — occurrit apud Capitolin. in Marco Antonino Imp. c. 21. Iussit; ut statuae filio mortuo decernerentur, et imago aurea Circensibus per pompam ferenda, et ut Saliari carmini nomen eius insereretur. Et Tacitum, l. 2. Annal. c. 83. ut nomen eius… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13THEORI — dicti olim, qui ab Atheniensibus ad Delphicum Oraculum mitti quotannis sunt soliti, quasi Videntes. Alias Δηλιαςαὶ, a festo Delia, quô id fiebat. Hi, cum eo ibant, dicebantur ἀναβαίνειν cum revertebantur, καταβαίνειν. Caput eorum Α᾿ρχιθεωρὸς… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14VULTUR — a volatu Latinis, uti vult Becmannus in Origg. L. L. qui qualis sit, vide supra ubi de avium Volatu: an a vultu, quod perspicacissimus? Graecis γὺψ, item αἰγυπιὸς, quô nomine tamen proprie vultur niger venit, quem Hebr. daja appellant, ut videre… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15αξιοκρατία — η το να επικρατούν οι άξιοι με τη χρησιμοποίηση ως μοναδικού κριτηρίου για την ανάθεση σ αυτούς μιας υπεύθυνης εργασίας, αξιώματος κ.λπ. της επαγγελματικής, επιστημονικής κ.λπ. ικανότητας τους …

    Dictionary of Greek

  • 16ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …

    Dictionary of Greek

  • 17ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …

    Dictionary of Greek

  • 18κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… …

    Dictionary of Greek

  • 19πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …

    Dictionary of Greek

  • 20προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… …

    Dictionary of Greek