οἱ ἄνϑρωποι
1ἅνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …
2ἀνθρωποί — ἀνθρωπόομαι to have the concept pres subj mp 2nd sg ἀνθρωπόομαι to have the concept pres ind mp 2nd sg …
3ἄνθρωποι — ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …
4Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες. — См. Людей нет! …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Σκιᾶς ὄναρ ἄνϑρωποι. — См. Прах ты и в прах обратишься …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Τρωγλοδύτες — Άνθρωποι που ζούσαν την προϊστορική περίοδο, αλλά και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις, σε φυσικά κοιλώματα. Τ. ονόμαζαν και στην αρχαία εποχή λαούς με κατώτερη ανάπτυξη που ζούσαν σε τρώγλες. Ο Ηρόδοτος (Δ 183) αναφέρει τα εξής για τους τ. Αιθίοπες …
8'νθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …
9ὤνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …
10ὥνθρωποι — ἄνθρωποι , ἄνθρωπος man masc nom/voc pl …