οἱ χόες

  • 31χοοπότης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που πίνει ολόκληρους χόες («Διονύσῳ χοοπότῃ θυσιάσαντα καὶ τὴν χοῶν ἑορτὴν αὐτόθι καταδεῑξαι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μονάδα μέτρησης υγρών» + πότης*] …

    Dictionary of Greek

  • 32χύτλον — τὸ, Α 1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό 2. στον πληθ. τὰ χύτλα το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.) 3. τρεχούμενο νερό («πολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...»,… …

    Dictionary of Greek

  • 33Αποστολοπούλου, Ναταλία — (Αβραμιό Μεσσηνίας 1914 – ).Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπέστη πολύχρονες διώξεις για την πολιτική της ένταξη στην Αριστερά. Μεταξύ άλλων, δημοσίευσε τα πεζογραφικά έργα Δεν δουλώνω, δεν απογράφω(1979), Στις …

    Dictionary of Greek

  • 34Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …

    Dictionary of Greek

  • 35Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …

    Dictionary of Greek