οἱ χόες
11Antesterias — Saltar a navegación, búsqueda Oinocoe de las Antesterias, h. 430 390 a. C., museo del Louvre Las Antesterias (griego Ἀνθεστήρια, Anthestếria, del griego antiguo ἄνθος, anthos, flor, de ahí «fiesta de las …
12Bacchvs — BACCHVS, i, Gr. Βάκχος, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XVI.) 1 §. Namen. Diesen soll er, nach einigen, von βαχέω, ich heule, ich kreische, haben; Eustath. ap. Ludov Vivem ad Augustin. de C. D. lib. VI. c. 9. wogegen ihn andere von ἴακχος, und dieses wieder… …
13γάποτος — γάποτος, ον (Α) αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» οι νεκρικές χοές). [ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + ποτος < πίνω] …
14δίχους — δίχους, ουν και δίχοος, ον (Α) 1. αυτός που χωράει δύο χόες 2. το ουδ. ως ουσ. το δίχουν μέτρο δύο χοών …
15δίχωρον — δίχωρον, το (Α) μέτρο μετρήσεως οίνου στην Αίγυπτο ίσο με οκτώ χόες …
16δωδέκατος — η, ο (AM δωδέκατος, η, ον) αυτός που έχει τη θέση τού αριθμού δώδεκα («πέτυχε δωδέκατος») νεοελλ. 1. φρ. «δωδέκατη ή δωδέκατη ώρα» α) μεσημέρι ή μεσάνυχτα β) το τελευταίο χρονικό περιθώριο που μπορεί να γίνει κάτι, η κρίσιμη στιγμή 2. (τυπογρ.)… …
17εναγίζω — ἐναγιζω (Α) 1. προσφέρω θυσίες ή χοές* σε νεκρούς ή ήρωες 2. σκοτώνω …
18εξάχους — ἑξάχους, ουν και ἑξάχοος, ον (Α) αυτός που περιλαμβάνει έξι χόες* («λαμβάνειν παρὰ τοῡ γείτονος ἑξάχουν ὑδρίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + χους «παλιό αττικό μέτρο ρευστών»] …
19επιστέφω — (AM ἐπιστέφω) [στέφω] στολίζω με στεφάνι νεοελλ. ολοκληρώνω έργο, επιστεγάζω αρχ. μσν. γεμίζω αγγείο ώς τα χείλη («κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῑο») αρχ. 1. γεμίζω, σκεπάζομαι με κάτι 2. φρ. «χοάς επιστέφω τινί» προσφέρω χοές στον τάφο κάποιου …
20επτάχους — ἑπτάχους, ουν (Α) αυτός που περιέχει επτά χόες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + χους (< χέω*)] …