οἱ τοῠ ὅλου στασιῶται

  • 1στασιώτης — ο, ΝΑ νεοελλ. στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση αρχ. 1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.) 2. σωματοφύλακας 3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως» 4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» οι φιλόσοφοι… …

    Dictionary of Greek