οἱ συγκατακείμενοι
1συγκατακείμενοι — συγκατάκειμαι lie with perf part mp masc nom/voc pl συγκατάκειμαι lie with pres part mp masc nom/voc pl …
2συγκατάκειμαι — ΜΑ κοιμάμαι μαζί με κάποιον και έρχομαι σε σαρκική μίξη αρχ. 1. παρακάθημαι σε δείπνο 2. (το αρσ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) οἱ συγκατακείμενοι οι συνδαιτυμόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατάκειμαι «είμαι ξαπλωμένος, παρακάθημαι σε συμπόσιο»] …