οἱ προσῳκειωμένοι
1προσῳκειωμένοι — προσοικειόω assign to perf part mp masc nom/voc pl …
2προσοικειώνω — προσοικειῶ, όω, ΝΑ [οἰκειῶ] νεοελλ. μέσ. προσοικειώνομαι α) (μτβ.) κάνω κάποιον φίλο μου ή οπαδό μου, τόν παίρνω με το μέρος μου, τόν προσεταιρίζομαι β) (αμτβ.) γίνομαι οικείος προς κάτι, προσαρμόζομαι, συνηθίζω («προσοικιώθηκε με τη νέα… …