οἱ προπορευόμενοι
1προπορευόμενοι — προπορεύομαι pres part mp masc nom/voc pl προπορεύω cause to go before pres part mp masc nom/voc pl …
2προπορεύομαι — ΝΑ (σε πορεία) βαδίζω πριν από τους άλλους, προηγούμαι («προπορεύεται τής πομπής») νεοελλ. μτφ. κατέχω την πρώτη θέση, υπερέχω αρχ. 1. έρχομαι προς τα εμπρός 2. προάγομαι, προβιβάζομαι («προπορεύεσθαι πρὸς τὴν στρατηγίαν», Πολ.) 3. (για ποταμό)… …