οἱ προπολεμοῦντες
1προπολεμοῦντες — προπολεμέω make war for pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) προπολεμέω make war for pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …
2προπολεμώ — έω, Α μσν. πολεμώ εναντίον κάποιου αρχ. 1. πολεμώ υπερασπιζόμενος κάποιον 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ προπολεμοῡντες οι υπερασπιστές, οι πρόμαχοι μιας χώρας 3. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προπολεμοῡν το τμήμα τού… …