οἱ πάτριοι θ
1πάτριοι — πάτριος of masc nom/voc pl πάτριος of masc/fem nom/voc pl …
2πάτριος — α, ο / πάτριος, ία, ον και πάτριος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί») 2. αυτός που ανήκει στον πατέρα ή στους πατέρες, στους προγόνους… …
3ГЕНЕТЛИИ — • Γενέθλιος η̉μέρα и τὰ γενέθλια, назывался день рождения и ежегодное празднование его при жизни лица; поминание же в этот день умерших называлось γενεσια (см. это слово). Θεοὶ γενέθλιοι боги, покровительствующие рождению, вероятно …