οἱ μεταλλεύοντες
1μεταλλεύοντες — μεταλλεύω get by mining pres part act masc nom/voc pl …
2μεταλλεύω — (ΑM μεταλλεύω) ανασκάπτω μεταλλείο, εξορύσσω μετάλλευμα, εξάγω από τη γη μέταλλο («ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν», ΠΔ) νεοελλ. μσν. (ενεργ. και μέσ.) εκμεταλλεύομαι μεταλλεία ή μεταλλοφόρα στρώματα αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον να εργάζεται …