οἱ δῆλοι
31μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …
32ομόσφυρος — (I) ὁμόσφυρος, ον (Α) 1. αυτός που περπατά συντροφιά με κάποιον, συνοδοιπόρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμόσφυρος ἀδελφή» 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁμόσφυρος ὁ ἀδελφός, διὰ τὸ περὶ τὰ αὐτὰ σφυρὰ τῆς μητρὸς πεσεῑν γεννηθέντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) …
33σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που …
34τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… …
35χολάς — (I) και χολλάς, άδος, ἡ, Α 1. συν. στον πληθ. αί χολάδες και χολλάδες α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῡ τυφλοῡ χολάδες ἐπίκλην», Αρετ.) β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα 2. (στον εν.) α) η μεταξύ τού στηθικού… …
36īli- — īli English meaning: groin, intestines Deutsche Übersetzung: “Weichen, Eingeweide, Geschlechtsteile”? Note: From Root engʷ , n̥gʷēn (engʷh ): swelling derived Root īli (engʷhi, indi): groin, intestines. Common Illyr. gʷh > d… …
37ИНДИВИД — [от лат. individuum неделимое], понятие, обозначающее представителя к. л. группы, к рый обладает отдельным самостоятельным существованием и характерными особенностями, благодаря наличию к рых он не может быть отождествлен с др. представителями… …