οἱ δοκοῠντες
1δοκοῦντες — δοκέω expect pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) δοκόω furnish with rafters pres part act masc nom/voc pl …
2παρατρέφω — ΝΜΑ νεοελλ. τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ μσν. αρχ. 1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.) β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε… …
3καραδοκοῦντες — καρᾱδοκοῦντες , καραδοκέω wait for the outcome of pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …