οἱ διονυσιακοὶ τ
1Διονυσιακοί — Διονῡσιακοί , Διονυσιακός belonging to the Dionysia masc nom/voc pl …
2διονυσιακός — ή, ό (AM διονυσιακός, ή, όν) [Διονύσια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Διόνυσο ή στα Διονύσια νεοελλ. ενθουσιώδης, οργιαστικός αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Διονυσιακά επικά ποιήματα με θέματα από τη μυθολογία τού Διονύσου 2. το ουδ. εν. ως …
3τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας …
4Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …