οἱ δε ἁλκυόνα
1Ἀλκυόνα — Ἀλκυόνᾱ , Ἀλκυόνη fem nom/voc/acc dual Ἀλκυόνᾱ , Ἀλκυόνη fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2ἁλκυόνα — ἀλκυόνα , ἀλκυών kingfisher fem acc sg …
3αλκυόνα — και αλκυόνη, η (Α ἁλκυών, όνος) κάθε πουλί τής οικογένειας Alcedinidae (οικογένειας στην οποία ανήκει και το πουλί που είναι γνωστό στην Ελλάδα με την κοινή ονομασία ψαροφάγος) αρχ. μυθικό πτηνό που ταυτίστηκε με τον ψαροφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι …
4αλκυόνα — η το πουλί ψαροφάγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀλκυόνα — ἀλκυών kingfisher fem acc sg …
6Ἀλκυόνας — Ἀλκυόνᾱς , Ἀλκυόνη fem acc pl Ἀλκυόνᾱς , Ἀλκυόνη fem gen sg (doric aeolic) …
7ἀλκυόν' — ἀλκυόνα , ἀλκυών kingfisher fem acc sg ἀλκυόνι , ἀλκυών kingfisher fem dat sg ἀλκυόνε , ἀλκυών kingfisher fem nom/voc/acc dual …
8αλκυονίδες — (alcedinidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο ράμφος. Τα φτερά τους έχουν ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12 έως 42… …
9αλκυονίς — ἀλκυονίς ( ίδος), η (Α) [ἀλκυών] 1. η αλκυόνα* 2. βλ. αλκυονίδες …
10αλκυόνειος — ἀλκυόνειος, α, ον (Α) [ἀλκυών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αλκυόνα ή μοιάζει με αυτήν 2. φρ. «ἀλκυόνειαι ἡμέραι», οι αλκυονίδες* …
- 1
- 2