οἱ δ' ἄρα
61κλαψ(ι)άρης — άρα, άρικο [κλάψα] 1. ο επιρρεπής στο να κλαίει («κλαψιάρικο μωρό») 2. παραπονιάρης, μεμψίμοιρος, γκρινιάρης …
62μαργωσάρης — άρα, άρικο αυτός που είναι ευπαθής, ευαίσθητος στο κρύο, κρυουλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαργώνω (θ. μαργωσ ) + κατάλ. άρης] …
63μαρτυριάρης — άρα, άρικο αυτός που έχει τη συνήθεια να καταδίδει τις επιλήψιμες πράξεις κάποιου («μαρτυριάρικο παιδί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρία + κατάλ. άρης (πρβλ. γκρινι άρης, ζηλι άρης)] …
64μυξάρης — άρα, ικο βλ. μυξιάρης …
65τρεμουλιάρης — άρα, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων 2. αυτός που κρυώνει εύκολα 3. πολύ δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεμούλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)] …
66ξεφορμάρω — αρα 1. βγάζω κάτι από τη φόρμα, από το καλούπι του: Σήμερα θα ξεφορμάρω τα παπούτσια σου. 2. κάνω κάτι να χάσει το αρχικό του σχήμα, του δίνω άλλη μορφή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67τάρ — ἄρα ir̃ epic (indeclform particle) …
68ἀραρυῖα — ἀρᾱρυῖα , ἀραρίσκω join perf part act fem nom/voc sg …
69ἀραρυῖαι — ἀρᾱρυῖαι , ἀραρίσκω join perf part act fem nom/voc pl …
70ἀραρυῖαν — ἀρᾱρυῖαν , ἀραρίσκω join perf part act fem acc sg …