οἱ δ' ἄρα
51ἀράμεναι — ἀρά̱μεναι , ἀράομαι pray to pres part mp fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀρά̱μεναι , ἀράζω snarl fut part mid fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀ̱ράμεναι , αἴρω attach aor part mid fem nom/voc pl …
52ἀράμενοι — ἀρά̱μενοι , ἀράομαι pray to pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) ἀρά̱μενοι , ἀράζω snarl fut part mid masc nom/voc pl (doric aeolic) ἀ̱ράμενοι , αἴρω attach aor part mid masc nom/voc pl …
53ἀράμενος — ἀρά̱μενος , ἀράομαι pray to pres part mp masc nom sg (doric aeolic) ἀρά̱μενος , ἀράζω snarl fut part mid masc nom sg (doric aeolic) ἀ̱ράμενος , αἴρω attach aor part mid masc nom sg …
54αναδρομάρης — άρα, και άρισσα, ικο 1. αυτός που τρέχει πάνω κάτω, που διαρκώς κινείται 2. αυτός που ανατρέχει σε παλαιότερα ιστορικά αρχεία, έγγραφα κ.λπ., που ασχολείται με έρευνες και αναζητήσεις, ιστοριοδίφης, ερευνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδρομή + άρης] …
55αναμαλλιάρης — άρα, άρικο 1. αυτός που έχει ανακατωμένα τα μαλλιά του, αχτένιστος, ξεχτένιστος 2. (για υφάσματα) αυτός που χνούδιασε, ο χνουδιασμένος 3. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του, ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. αυτός που έχει πολύ αραιά μαλλιά …
56αρρωστιάρης — άρα, άρικο [αρρώστια] αυτός που αρρωσταίνει εύκολα, ο φιλάσθενος …
57ασπρουλιάρης — άρα, ικο ο ωχρός, ο αναιμικός …
58ερωτοδιωματάρης — άρα και άρισσα, άρικο ωραίος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + διωματάρης (< διώμα) «κομμός, χαριτωμένος»] …
59ζαβολιάρης — άρα και άρισσα, ικο [ζαβολιά] 1. αυτός που κάνει ζαβολιές στο παιχνίδι και προσπαθεί να κερδίσει αντικανονικά και με απάτη 2. ο δύστροπος ή κακόπιστος στις συναλλαγές …
60κλανιάρης — άρα, άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά] 1. πορδαλάς 2. μτφ. φοβιτσιάρης …