οἱδί
1οἱδί — ὅδε this masc nom pl …
2.οιδ' — οἱδί , ὅδε this masc nom pl …
3.οῖδ' — οἱδί , ὅδε this masc nom pl …
4οἱδ' — οἱδί , ὅδε this masc nom pl …
5οἷδ' — οἱδί , ὅδε this masc nom pl …
6Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …
7μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… …
8οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… …
9τυΐ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὧδε Κρῆτες» 2. σε επιγρ. αντί τού τ. οἱδί τής αντων. ὁδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. το τού οριστικού άρθρου (πρβλ. ΙΕ *tod, βλ. λ. ο, η, το) αναλογικά προς τους δωρ. τ. ὅπυι, πῦς*] …
10oid- (*gʷheid-) — oid (*gʷheid ) English meaning: to swell; strong, *fast, swelling, lump, water Deutsche Übersetzung: ‘schwellen” Note: Considering Phryg. βεδυ “water” : nasalized Illyr. Bindus “water god”, Root band (*gʷheid ): “drop” : Root oid… …