οἰὸς οἰότερον
1όιος — ὄϊος, ΐα, ον (Α) [όις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, πρόβειος («γάλα ὄϊον», Ιπποκρ.) 2. παροιμ. «οἰὸς οἰότερον» πιο βλάκας και από πρόβατο …
2οἰότερον — οἰ̱ότερον , οἶος alone adverbial comp οἰ̱ότερον , οἶος alone masc acc comp sg οἰ̱ότερον , οἶος alone neut nom/voc/acc comp sg …