οἰστρ-ήλᾰτος

  • 1εξοιστρηλατούμαι — ἐξοιστρηλατοῡμαι, έομαι (Α) οδηγούμαι σε κατάσταση μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιστρ ηλατούμαι (< οιστρ ήλατος < οίστρος + ελατός < ελαύνω)] …

    Dictionary of Greek