οἰστροδόνητος
1οιστροδόνητος — οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) οιστροδίνητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + δόνητος / δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο δόνητος, πολύ δονος] …
2οἰστροδόνητος — masc/fem nom sg …
3οἰστροδόνητον — οἰστροδόνητος masc/fem acc sg οἰστροδόνητος neut nom/voc/acc sg …
4οἰστροδονήτου — οἰστροδόνητος masc/fem/neut gen sg …
5οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …
6οιστρόδονος — οἰστρόδονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. οιστροδόνητος …