οἰσπωτή

  • 1οισπώτη — οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α) οίσπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων ο ) και β συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. *σπωτη, η σύνδεση τού οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 2οἰσπώτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3οἰσπώτην — οἰσπώτη fem acc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4οἰσπώτας — οἰσπώτᾱς , οἰσπώτη fem acc pl οἰσπώτᾱς , οἰσπώτη fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5οισύπη — η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ) λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν ο ) και β συνθετικό μία αμάρτυρη λ. *σύπη (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 7σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με …

    Dictionary of Greek