οἰσμός
1οισμός — οἰσμός, ὁ (Α) [οίζω] (κατά τον Ζώσ.) «ἐκφώνησις ἐναποσβεννυμένου πυρός» …
2αβερ(ρ)οϊσμός — ο 1. οι θεωρίες τού Αβερόη, που, επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό, διατυπώθηκαν κυρίως υπό μορφή σχολίων στον Αριστοτέλη και που διαφέρουν από τις θεωρίες τού Αβικένα κατά τούτο: υποστηρίζουν ότι όλος ο κόσμος δημιουργήθηκε μεμιάς από τον Θεό,… …
3οἰσμοῦ — οἰσμός masc gen sg …