οἰνο-τρόφος

  • 1σαρκοτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, οινο τρόφος] …

    Dictionary of Greek

  • 2οινοτρόφος — οἰνοτρόφος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που τρέφει ή παράγει οίνο («οἰνοτρόφον ὄμφακα Βάκχου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] …

    Dictionary of Greek