οἰνοχόος
1οἰνοχόος — masc nom sg …
2οἰνόχοος — cupbearer masc nom sg …
3οινοχόος — ο (Α οἰνοχόος) (στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν...… …
4οινοχόος — ο υπηρέτης που βάζει κρασί στα ποτήρια, αλλ. κεραστής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5οἰνοχόοιο — οἰνόχοος cupbearer masc gen sg (epic) οἰνοχόος masc gen sg (epic) …
6οἰνοχόοις — οἰνόχοος cupbearer masc dat pl οἰνοχόος masc dat pl …
7οἰνοχόου — οἰνόχοος cupbearer masc gen sg οἰνοχόος masc gen sg …
8οἰνοχόους — οἰνόχοος cupbearer masc acc pl οἰνοχόος masc acc pl …
9οἰνοχόων — οἰνόχοος cupbearer masc gen pl οἰνοχόος masc gen pl …
10οἰνοχόῳ — οἰνόχοος cupbearer masc dat sg οἰνοχόος masc dat sg …