οἰνοποσίᾳ
1οἰνοποσία — οἰνοποσίᾱ , οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc/acc dual οἰνοποσίᾱ , οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2οἰνοποσίᾳ — οἰνοποσίᾱͅ , οἰνοποσία drinking of wine fem dat sg (attic doric aeolic) …
3οινοποσία — η (Α οἰνοποσία) πόση οίνου νεοελλ. κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών, υπέρμετρη χρήση οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπότης ή απευθείας < οἶνος + πόσις < πίνω)] …
4οινοποσία — η το να πίνει κανείς πολύ κρασί: Πέθανε από υπερβολική οινοποσία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5οἰνοποσίας — οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσία drinking of wine fem acc pl οἰνοποσίᾱς , οἰνοποσία drinking of wine fem gen sg (attic doric aeolic) …
6οἰνοποσίαι — οἰνοποσίᾱͅ , οἰνοποσία drinking of wine fem dat sg (attic doric aeolic) …
7οἰνοποσίαν — οἰνοποσίᾱν , οἰνοποσία drinking of wine fem acc sg (attic doric aeolic) …
8οἰνοποσιῶν — οἰνοποσία drinking of wine fem gen pl …
9οἰνοποσίαις — οἰνοποσία drinking of wine fem dat pl …
10οἰνοποσίη — οἰνοποσία drinking of wine fem nom/voc sg (epic ionic) …