οἰνιαστήρια

  • 1οινιαστήρια — οἰνιαστήρια, τὰ (Α) βλ. οἰνιστήρια …

    Dictionary of Greek

  • 2οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… …

    Dictionary of Greek