οἰνιάς
1οινιάς — οἰνιάς, άδος, ἡ (Α) είδος άγριου περιστεριού, αλλ. οινάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. ιάς (πρβλ. κρην ιάς)] …
1οινιάς — οἰνιάς, άδος, ἡ (Α) είδος άγριου περιστεριού, αλλ. οινάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. ιάς (πρβλ. κρην ιάς)] …