οἰνηρός
1οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… …
2οἰνηρός — of masc nom sg …
3οἰνηρά — οἰνηρός of neut nom/voc/acc pl οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc/acc dual οἰνηρά̱ , οἰνηρός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4οἰνηρῶν — οἰνηρός of fem gen pl οἰνηρός of masc/neut gen pl …
5οἰνηρόν — οἰνηρός of masc acc sg οἰνηρός of neut nom/voc/acc sg …
6οἰνηραῖς — οἰνηρός of fem dat pl …
7οἰνηροῖς — οἰνηρός of masc/neut dat pl …
8οἰνηροῖσι — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9οἰνηροῖσιν — οἰνηρός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10οἰνηροί — οἰνηρός of masc nom/voc pl …