οἰνίσκος
1οινίσκος — οἰνίσκος, ὁ (Α) [οίνος] (υποκορ. τού οἶνος) κρασάκι …
2οἰνίσκος — small wine masc nom sg …
3οἰνίσκον — οἰνίσκος small wine masc acc sg …
4οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …