οἰκέτις
1οικέτις — οἰκέτις και οἰκέτισσα, ἡ (Α) βλ. οικέτης …
2οἰκέτις — fem nom sg …
3οἰκετίδων — οἴκετις Aër. fem gen pl οἰκέτις fem gen pl …
4οἰκέτιδας — οἴκετις Aër. fem acc pl οἰκέτις fem acc pl …
5οἰκέτιδες — οἴκετις Aër. fem nom/voc pl οἰκέτις fem nom/voc pl …
6οἰκέτιδι — οἴκετις Aër. fem dat sg οἰκέτις fem dat sg …
7οἰκέτιδος — οἴκετις Aër. fem gen sg οἰκέτις fem gen sg …
8οἰκέτιν — οἰκέτις fem acc sg …
9οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… …
10ενοικέτις — ἐνοικέτις, η (Α) [οικέτις] η ένοικος, η κάτοικος …
Страницы
- 1
- 2