οἰκότριψ
1οικότριψ — οἰκότριψ, ιβος, ὁ (Α) 1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.) 2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.) 3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.… …
2οἰκότριψ — masc nom/voc sg …
3οἰκοτρίβων — οἰκότριψ masc gen pl …
4οἰκότριβα — οἰκότριψ masc acc sg …
5οἰκότριβας — οἰκότριψ masc acc pl …
6οἰκότριβες — οἰκότριψ masc nom/voc pl …
7οἰκότριβι — οἰκότριψ masc dat sg …
8οἰκότριβος — οἰκότριψ masc gen sg …
9οἰκότριψι — οἰκότριψ masc dat pl (epic) …
10οἰκότριψιν — οἰκότριψ masc dat pl (epic) …
Страницы
- 1
- 2