οἰκτίρρω
1οικτίρρω — οἰκτίρρω (Α) (αιολ. τ.) βλ. οικτίρω …
2οικτίρω — (ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, έω, αιολ. τ. οικτίρρω) αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.) νεοελλ. περιφρονώ, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< *οικτίρ jω …
3eig-, oig- — eig , oig English meaning: to complain, entreat Deutsche Übersetzung: “laut jammern, kläglich bitten” Material: Gk. οἶκτος “ pity, compassion, the lamenting “, οἰκτρός “ pitiable, in piteous plight, lamentable, wretched “,… …