οἰκτρός
1οἰκτρός — pitiable masc nom sg …
2οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ …
3οικτρός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί τον οίκτο, αξιολύπητος. 2. ελεεινός, άθλιος: Το θέαμα ήταν οικτρό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4οἰκτρά — οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc pl οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc dual οἰκτρά̱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5οἰκτρότερον — οἰκτρός pitiable adverbial comp οἰκτρός pitiable masc acc comp sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc comp sg …
6οἰκτροτάτων — οἰκτρός pitiable fem gen superl pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen superl pl …
7οἰκτρῶν — οἰκτρός pitiable fem gen pl οἰκτρός pitiable masc/neut gen pl …
8οἰκτρόν — οἰκτρός pitiable masc acc sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc sg …
9οἰκτρότατα — οἰκτρός pitiable adverbial superl οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl pl …
10οἰκτρότατον — οἰκτρός pitiable masc acc superl sg οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc superl sg …