οἰκο-γενής
1κοσμογένεια — κοσμογένεια, ἡ (ΑM) η δημιουργία τού κόσμου, η κοσμογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γένεια (< γενής < γένος), πρβλ. ανδρο γένεια, οικο γένεια] …
1κοσμογένεια — κοσμογένεια, ἡ (ΑM) η δημιουργία τού κόσμου, η κοσμογονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γένεια (< γενής < γένος), πρβλ. ανδρο γένεια, οικο γένεια] …