οἰκογενής
21οστεομαρμάρωση — η ιατρ. κληρονομική οικογενής νόσος τών οστών με οστεοσκλήρωση που χαρακτηρίζεται από διάχυτη, γενικευμένη πύκνωση τού σκελετού …
22οστεοποικίλωση — η ιατρ. σπάνια κληρονομική οικογενής πάθηση τού σκελετού και ειδικά τών άκρων χεριών και τών γονάτων …
23παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …
24πολυδυστροφία — η, Ν ιατρ. συγγενής και συχνά οικογενής πάθηση, που χαρακτηρίζεται από διαταραχές κατά την ανάπτυξη τού σκελετού εξαιτίας πολλών επιφυσιακών βλαβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δυστροφία] …
25τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …
26υδροξυπρολιναιμία — η, Ν ιατρ. οικογενής διαταραχή τού μεταβολισμού τών αμινοξέων με υψηλές τιμές ελεύθερης οξυπρολίνης στο πλάσμα τού αίματος και στα ούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydroxyprolinemia] …
27υποκαλιαιμικός — ή, ό, Ν [υποκαλιαιμία] (βιολ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποκαλιαιμία ή οφείλεται σε αυτήν («υποκαλιαιμική οικογενής περιοδική παράλυση») …
28ԸՆԴՈԾԻՆ — (ծնի, նաց.) NBH 1 0772 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 13c ա.գ. ԸՆԴՈԾԻՆ կամ ԸՆՏՈԾԻՆ. ὀ, ἠ οἱκογενής domi natus, ta. vernaculus Ի տան ուրուք ծնեալ. ընտանի ծառայ կամ աղախին. եւ Զաւակ ստրկի տան. որդեգիր տանուտեառն եւ տանտիկնոջ.… …
29ՍՏՐՈՒԿ — (ստրկի, կաց.) NBH 2 0755 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 12c ա.գ. κατόχιμος possessus, vel captivus ἁνδράποδον mancipium οἱκέτης famulus οἱκογενής domi natus, vernaculus, verna δοῦλος servus, subditus. Ստորին իմն ծառայ, որպէս… …
30-gen — comb. form 1 Chem. that which produces (hydrogen; antigen). 2 Bot. growth (endogen; exogen; acrogen). Etymology: F gegravene f. Gk genes born, of a specified kind f. gen root of gignomai be born, become * * * gen «jehn», noun, verb, genned,… …