οἰκογενής

  • 11εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… …

    Dictionary of Greek

  • 12γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …

    Dictionary of Greek

  • 13δυστροφία — Όρος που αποδίδεται σε ένα σύνολο κληρονομικών διαταραχών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από προοδευτική μυϊκή αδυναμία και απώλεια του μυϊκού ιστού (γι’ αυτό η πλήρης ονομασία τους είναι μυϊκή δ. ή κληρονομική μυοπάθεια). Ορισμένοι τύποι δ. είναι οι …

    Dictionary of Greek

  • 14κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …

    Dictionary of Greek

  • 15λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… …

    Dictionary of Greek

  • 16ξανθωμάτωση — η γενική νόσος, συχνά οικογενής και κληρονομική, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχή τού μεταβολισμού τών λιπιδίων και από πολλαπλές εναποθέσεις λιπιδικών ουσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthomatosis (< ξάνθωμα, ώματος + κατάλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 17οίκοθεν — (Α οἴκοθεν και οἴκοθε) επίρρ. 1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.) 2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.) 3. αφ εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως 4. με προσωπική κρίση… …

    Dictionary of Greek

  • 18οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …

    Dictionary of Greek

  • 19οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… …

    Dictionary of Greek

  • 20ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… …

    Dictionary of Greek