οἰκεῑος

  • 91εθάς — ἐθάς, ο, η (AM) [έθος] 1. οικείος, φίλος 2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος αρχ. συνηθισμένος σε κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 92ενοίκειος — ἐνοίκειος, ον (Α) [οικείος] 1. αυτός που βρίσκεται ή περιέχεται στον οίκο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνοίκεια τα οικιακά σκεύη …

    Dictionary of Greek

  • 93ενομιλώ — ἐνομιλῶ, έω (Α) [ομιλώ] 1. συναναστρέφομαι 2. μαθαίνω, αποκτώ πείρα από μακρά συναναστροφή 3. μτφ. παθ. γίνομαι οικείος …

    Dictionary of Greek

  • 94εξοικείωση — η (AM ἐξοικείωσις) [εξοικειώνω] το να καταστεί κάποιος οικείος ή κάτι οικείο με κάτι άλλο, ο εθισμός …

    Dictionary of Greek

  • 95εξοικειώνω — (AM ἐξοικειῶ, όω) καθιστώ κάποιον οικείο με κάποιον άλλο ή με κάτι, τόν συνηθίζω σε κάτι («εξοικειώθηκε γρήγορα με τα ήθη τού τόπου») αρχ. μσν. 1. μέσ. γίνομαι φίλος, συμφιλιώνομαι («κολακευόντων ὁμόρους... καὶ ἅμα ἐξοικειουμένων», Στράβ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 96εξομιλώ — ἐξομιλῶ, έω (AM) είμαι οικείος, έχω εξοικειωθεί με κάτι ή κάποιον αρχ. ἐξομιλοῡμαι απομακρύνομαι από τον όμιλο, από τη συγκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομιλώ (< όμιλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 97επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …

    Dictionary of Greek

  • 98επιχώριος — α, ο (AM ἐπιχώριος, ον και ος, α, ον) 1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 99εποικειούμαι — ἐποικειοῡμαι, όομαι (Μ) είμαι οικείος, αποκτώ σχέσεις οικειότητας με κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 100εύγνωστος — εὔγνωστος, ον (Α) 1. πολύ γνωστός, οικείος 2. ευδιάκριτος, σαφής («εὔγνωστον... πότερος ἡμῶν ἔσθ ὁ πονηρός», Δημοσθ.). επίρρ... εὐγνώστως με σύνεση …

    Dictionary of Greek