οἰκεῑος
31οικειοπόθητος — οἰκειοπόθητος, ον (Μ) αυτός που είναι αγαπητός σαν οικείος, σαν συγγενής, πολύ αγαπητός, πολύ ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + ποθητός] …
32οικιακός — ή, ό (Α οἰκιακός, ή, όν) [οικία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικία ή αυτός που γίνεται μέσα στην οικία, ο σπιτικός (α. «οικιακή παραγωγή» η παραγωγή που γίνεται από τα μέλη τής οικογένειας μέσα στο σπίτι β. «οἰκιακὰ σκεύη», πάπ.) νεοελλ. 1 …
33οἰκειοτάτη — οἰκεῑοτάτη , οἰκεῖος in fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) οἰκεῑοτάτη , οἰκεῖος in fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
34οἰκειοτάτην — οἰκεῑοτάτην , οἰκεῖος in fem acc superl sg (attic epic ionic) οἰκεῑοτάτην , οἰκεῖος in fem acc superl sg (attic epic ionic) …
35οἰκειοτάτης — οἰκεῑοτάτης , οἰκεῖος in fem gen superl sg (attic epic ionic) οἰκεῑοτάτης , οἰκεῖος in fem gen superl sg (attic epic ionic) …
36οἰκειοτάτοις — οἰκεῑοτάτοις , οἰκεῖος in masc/neut dat superl pl οἰκεῑοτάτοις , οἰκεῖος in masc/neut dat superl pl …
37οἰκειοτάτου — οἰκεῑοτάτου , οἰκεῖος in masc/neut gen superl sg οἰκεῑοτάτου , οἰκεῖος in masc/neut gen superl sg …
38οἰκειοτάτους — οἰκεῑοτάτους , οἰκεῖος in masc acc superl pl οἰκεῑοτάτους , οἰκεῖος in masc acc superl pl …
39οἰκειοτάτως — οἰκεῑοτάτως , οἰκεῖος in masc acc superl pl (doric) οἰκεῑοτάτως , οἰκεῖος in masc acc superl pl (doric) …
40οἰκειοτάτῃ — οἰκεῑοτάτῃ , οἰκεῖος in fem dat superl sg (attic epic ionic) οἰκεῑοτάτῃ , οἰκεῖος in fem dat superl sg (attic epic ionic) …